διασφυδώ

διασφυδώ
διασφυδῶ (-όω) (Α)
σφύζω, είμαι γεμάτος σφρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διά* και ένα υποθετικό ρήμα *σφυδώ, τού οποίου μαρτυρείται μόνον η μετοχή εσφυδωμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”